- κῆδε
- κήδωtroublepres imperat act 2nd sgκήδωtroubleimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήδε' — κήδεα , κήδεος the charge of burying neut nom/voc/acc pl κήδεε , κήδεος the charge of burying masc/fem voc sg κήδει , κήδω trouble pres ind mp 2nd sg κήδει , κήδω trouble pres ind act 3rd sg κήδεο , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
φραγμών — ῶνος, ὁ, Α φράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράγ μα) + επίθημα μων (πρβλ. κηδε μών)] … Dictionary of Greek